- χαλκουργειον
- χαλκουργεῖονχαλκ-ουργεῖοντό медный рудник Polyb., Diod.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χαλκουργεῖα — χαλκουργεῖον copper mine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκουργείοις — χαλκουργεῖον copper mine neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκουργείων — χαλκουργεῖον copper mine neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκουργείο — το / χαλκουργεῑον, ΝΑ [χαλκουργός] νεοελλ. εργαστήριο χαλκού ργού αρχ. μεταλλείο χαλκού («ἐν τῇ Θηβαΐδι χαλκουργείων εὑρεθέντων καὶ χρυσείων», Διόδ.) … Dictionary of Greek